βιβλιοχαρτοπώλης

βιβλιοχαρτοπώλης
ο
ιδιοκτήτης βιβλιοχαρτοπωλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + χαρτοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιοχαρτοπώλης — ο ο ιδιοκτήτης βιβλιοχαρτοπωλείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοχαρτοπωλείο — το κατάστημα πώλησης βιβλίων και γραφικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοχαρτοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”